Καθόμουν στα σκαλάκια απ'έξω από την αυλόπορτα και είχα πειστεί ότι βρήκα την ησυχία μου.Ήταν από αυτά τα βράδια που απλά νιώθεις την ανάγκη να μείνεις μόνος σου,να κάτσεις στο δρόμο όσο βρώμικος και αν είναι,να ανάψεις το τσιγάρο και να ξεχάσεις προσωρινά και από ένα προβληματισμό σε κάθε τζούρα του.Γενικά θεωρώ πως ο χρόνος που περνάμε με τον εαυτό μας είναι πολύτιμος και ταυτόχρονα επικίνδυνος.Άμα το παρακάνεις καταλήγεις να ξεφεύγεις από τα πλαίσια της πραγματικότητας και να υπερ-πλάθεις σκέψεις και γεγονότα που δεν έχουν νόημα καταλήγοντας χαμένος στο λαβύρινθο του μυαλού σου.
Τέτοιο βράδυ ήταν και αυτό και εγώ είχα τόσο μεγάλη ανάγκη την μοναξιά που αγνόησα κλήσεις και προσκλήσεις για εξόδους και ας με είχε κατασπαράξει η ρουτίνα της βδομάδας.Λίγο αργότερα,συνειδητοποιώ πως στο απέναντι στενό έχουν αυτό το κλασικό ελληνικό γλέντι που η εικόνα του είναι σε όλους γνωστή:Όλο το σόι μαζεμένο,θείες που θα σου πουν οτι μεγάλωσες,γιαγιάδες που θα κοιτάξουν το σκουλαρίκι στη μύτη και θα γυρίσουν με την δέοντα διακριτικότητα να το σχολιάσουν βάζοντας το χέρι τους στο στόμα για να μην διαβάσεις τα χείλια τους αλλά έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο πάνω σου.Τα παιδάκια,μικροί δαίμονες που τρέχουν πάνω-κάτω τσιρίζοντας και επινοώντας τον δικό τους κόσμο κάνοντας το τραπέζι του φαγητού κρυψώνα ή σπηλιά και τα δέντρα σκάλες προς αποφυγή των επίγειων εχθρών τους.Γονείς που καμαρώνουν που το παιδί τους φέτος θα πάει στη τρίτη τάξη και θα αρχίσει και αγγλικά τώρα που είναι νωρίς και ίσως του χρόνου και δεύτερη γλώσσα γιατί είναι αδιανόητο σήμερα να μην ξέρεις τουλάχιστον δύο γλώσσες.Πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλο αυτό το κοινωνικό μπάχαλο φυσικά παίζει το φαγητό-ή μάλλον το ΠΟΛΥ φαγητό.
Ο συνειρμός αυτός στο μυαλό μου μπορεί και 10 δευτερολέπτων,μου υπενθυμίζει πόσο ευτυχισμένη με έκανε η παρούσα μοναξιά μου και μου υπενθύμισε πόσο μισώ αυτές τις μαζώξεις με τις πίτες και τα κουτσομπολιά.Το πρόβλημα είναι ότι εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο αλλού που ούτε που πήρα χαμπάρι πότε εμφανίστηκε ένας μικρός δαίμονας από αυτούς που κρύβονται κάτω από τα τραπέζια και ανακατέβουν στο ποτήρι τους ότι πόσιμο βρουν προσθέτοντας μετά πιπέρι και αλάτι δημιουργώντας αυτό το απαίσιο πράγμα που όλοι φτιάχναμε στα τραπέζια.Θυμήθηκα και τον πατέρα μου σε εκείνη τη φάση που όποτε το έκανα με κοιτούσε με το κλασικό βλέμμα:ΘΑΤΑΠΟΥΜΕΣΤΟΣΠΙΤΙ και κρατήθηκα να μη γελάσω.Ο μικρός δαίμων,αργότερα όπως μου αποκάλυψε το όνομα του Οδυσσέας,με πλησίασε βγαίνοντας από το απέναντι στενό.Αφού προσευχήθηκα σε όλους τους Ολύμπιους Θεούς να μην μου μιλήσει και απλά να ψάχνει καμιά γαμημένη μπάλα άναψα το σβησμένο τσιγάρο.
-Γεια...ξεστόμισε
-(Σκατά)Γεια.
Αφού πέρασε ένα λεπτό σιωπής και αμηχανίας όπου ο μικρός απλά κοιτούσε,αποφάσισε να αρχίσει την ανάκριση..
-Γιατί είσαι μόνη σου;
(Πέρα από το γεγονός ότι κόμπλαρα με την ερώτηση,κατάλαβα οτι δεν θα ξεμπέρδευα εύκολα από το μικρό δαίμονα.)
-Γιατί θέλω ησυχία,απάντησα ευελπιστώντας ότι θα καταλάβαινε πως η παρουσία του δεν ήταν επιθυμητή.
-Δεν σου αρέσει να παίζεις με τους φίλους σου;
Εκείνη τη στιγμή η πρώτη απάντηση που μου ήρθε στο μυαλό αστραπιαία ήταν:Σταμάτησα να παίζω πια..αλλά σκέφτηκα ότι ίσως ήταν μια πολύ απογοητευτική απάντηση.
-Μου αρέσει,απάντησα,απλώς κουράστηκα να παίζω...εσύ;
-Εγω έχω πολλούς φίλους,κυνηγητό έπαιζες;
-Μπορείς να το πεις και έτσι..
-Α..Με λένε Οδυσσέα.
Όταν αντιλήφθηκα πόσο ρεαλιστικά έβλεπε ο Οδυσσέας το παιχνίδι και πόσο διαφορετικά μεταφραζόταν από εμένα ζήλεψα τον Οδυσσέα για την ξεγνοιασιά και την αθωότητα του,κυρίως γιατί κάποτε την είχα και εγώ.Ένιωσα πως μου την κλέψανε απότομα,πως είναι άδικο που δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τις έννοιες μας.Εμένα με είχε κουράσει το παιχνίδι αυτό,έπαιζα μόνο κρυφτό με τον εαυτό μου και τα τσιγάρα μου ήταν το 'φτού ξελευθερία'.Έπαιζα κυνηγητό αιώνιο από αυτό που δεν κουράζει τα πόδια αλλά την ψυχή σου.Το μόνο κοινό ανάμεσα στο δικό μου κυνηγητό και του Οδυσσέα ήταν ότι και στους δύο χτυπούσε η καρδιά μας δυνατά στο τέλος.
-Εμένα Αθηνά.Πόσο χρονών είσαι Οδυσσέα;
-Νομίζω 7..
-Ε μικρός είσαι ακόμα..
Ο Οδυσσέας τραντάχτηκε,αλλά στο τέλος αφού το καλοσκέφτηκε είπε:
-Δεν πειράζει,θα μεγαλώσω κι άλλο του χρόνου .
-Μη βιαστείς μόνο..
-Όχι αλλά θέλω πολύ να οδηγώ το αμάξι του μπαμπά μου..
O Οδυσσέας ίσα που πρόλαβε να μου κάνει άλλες τρεις ερωτήσεις για να ικανοποιήσει την περιέργεια του γιατί σε λίγο εμφανίστηκε ένα στρουμπουλό κοριτσάκι ίδιας ηλικίας από το στενό που φώναζε το όνομα του.
-Οδυσσέααα,του είπε και η φωνή και το βλέμμα της είχαν μια μίξη απο νάζι και θυμό,δεν μπορείς να φεύγεις ενώ παίζαμε,μας χάλασες το παιχνίδι!
Ο Οδυσσέας στράφηκε προς το μέρος της για να την ακολουθήσει και της απάντησε..
-Απλώς κουράστηκα να παίζω..
Όταν ο Οδυσσέας έφυγε και έμεινα ξανά μόνη μου,ξαφνιασμένη από τον τρόπο που μιμήθηκε την απάντηση μου ευχήθηκα να αργήσει να γνωρίσει το δικό μου παιχνίδι που σε βάζει η ζωή να παίξεις χωρίς κανόνες και χωρίς restart.
Τέτοιο βράδυ ήταν και αυτό και εγώ είχα τόσο μεγάλη ανάγκη την μοναξιά που αγνόησα κλήσεις και προσκλήσεις για εξόδους και ας με είχε κατασπαράξει η ρουτίνα της βδομάδας.Λίγο αργότερα,συνειδητοποιώ πως στο απέναντι στενό έχουν αυτό το κλασικό ελληνικό γλέντι που η εικόνα του είναι σε όλους γνωστή:Όλο το σόι μαζεμένο,θείες που θα σου πουν οτι μεγάλωσες,γιαγιάδες που θα κοιτάξουν το σκουλαρίκι στη μύτη και θα γυρίσουν με την δέοντα διακριτικότητα να το σχολιάσουν βάζοντας το χέρι τους στο στόμα για να μην διαβάσεις τα χείλια τους αλλά έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο πάνω σου.Τα παιδάκια,μικροί δαίμονες που τρέχουν πάνω-κάτω τσιρίζοντας και επινοώντας τον δικό τους κόσμο κάνοντας το τραπέζι του φαγητού κρυψώνα ή σπηλιά και τα δέντρα σκάλες προς αποφυγή των επίγειων εχθρών τους.Γονείς που καμαρώνουν που το παιδί τους φέτος θα πάει στη τρίτη τάξη και θα αρχίσει και αγγλικά τώρα που είναι νωρίς και ίσως του χρόνου και δεύτερη γλώσσα γιατί είναι αδιανόητο σήμερα να μην ξέρεις τουλάχιστον δύο γλώσσες.Πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλο αυτό το κοινωνικό μπάχαλο φυσικά παίζει το φαγητό-ή μάλλον το ΠΟΛΥ φαγητό.
Ο συνειρμός αυτός στο μυαλό μου μπορεί και 10 δευτερολέπτων,μου υπενθυμίζει πόσο ευτυχισμένη με έκανε η παρούσα μοναξιά μου και μου υπενθύμισε πόσο μισώ αυτές τις μαζώξεις με τις πίτες και τα κουτσομπολιά.Το πρόβλημα είναι ότι εκείνη τη στιγμή ήμουν τόσο αλλού που ούτε που πήρα χαμπάρι πότε εμφανίστηκε ένας μικρός δαίμονας από αυτούς που κρύβονται κάτω από τα τραπέζια και ανακατέβουν στο ποτήρι τους ότι πόσιμο βρουν προσθέτοντας μετά πιπέρι και αλάτι δημιουργώντας αυτό το απαίσιο πράγμα που όλοι φτιάχναμε στα τραπέζια.Θυμήθηκα και τον πατέρα μου σε εκείνη τη φάση που όποτε το έκανα με κοιτούσε με το κλασικό βλέμμα:ΘΑΤΑΠΟΥΜΕΣΤΟΣΠΙΤΙ και κρατήθηκα να μη γελάσω.Ο μικρός δαίμων,αργότερα όπως μου αποκάλυψε το όνομα του Οδυσσέας,με πλησίασε βγαίνοντας από το απέναντι στενό.Αφού προσευχήθηκα σε όλους τους Ολύμπιους Θεούς να μην μου μιλήσει και απλά να ψάχνει καμιά γαμημένη μπάλα άναψα το σβησμένο τσιγάρο.
-Γεια...ξεστόμισε
-(Σκατά)Γεια.
Αφού πέρασε ένα λεπτό σιωπής και αμηχανίας όπου ο μικρός απλά κοιτούσε,αποφάσισε να αρχίσει την ανάκριση..
-Γιατί είσαι μόνη σου;
(Πέρα από το γεγονός ότι κόμπλαρα με την ερώτηση,κατάλαβα οτι δεν θα ξεμπέρδευα εύκολα από το μικρό δαίμονα.)
-Γιατί θέλω ησυχία,απάντησα ευελπιστώντας ότι θα καταλάβαινε πως η παρουσία του δεν ήταν επιθυμητή.
-Δεν σου αρέσει να παίζεις με τους φίλους σου;
Εκείνη τη στιγμή η πρώτη απάντηση που μου ήρθε στο μυαλό αστραπιαία ήταν:Σταμάτησα να παίζω πια..αλλά σκέφτηκα ότι ίσως ήταν μια πολύ απογοητευτική απάντηση.
-Μου αρέσει,απάντησα,απλώς κουράστηκα να παίζω...εσύ;
-Εγω έχω πολλούς φίλους,κυνηγητό έπαιζες;
-Μπορείς να το πεις και έτσι..
-Α..Με λένε Οδυσσέα.
Όταν αντιλήφθηκα πόσο ρεαλιστικά έβλεπε ο Οδυσσέας το παιχνίδι και πόσο διαφορετικά μεταφραζόταν από εμένα ζήλεψα τον Οδυσσέα για την ξεγνοιασιά και την αθωότητα του,κυρίως γιατί κάποτε την είχα και εγώ.Ένιωσα πως μου την κλέψανε απότομα,πως είναι άδικο που δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τις έννοιες μας.Εμένα με είχε κουράσει το παιχνίδι αυτό,έπαιζα μόνο κρυφτό με τον εαυτό μου και τα τσιγάρα μου ήταν το 'φτού ξελευθερία'.Έπαιζα κυνηγητό αιώνιο από αυτό που δεν κουράζει τα πόδια αλλά την ψυχή σου.Το μόνο κοινό ανάμεσα στο δικό μου κυνηγητό και του Οδυσσέα ήταν ότι και στους δύο χτυπούσε η καρδιά μας δυνατά στο τέλος.
-Εμένα Αθηνά.Πόσο χρονών είσαι Οδυσσέα;
-Νομίζω 7..
-Ε μικρός είσαι ακόμα..
Ο Οδυσσέας τραντάχτηκε,αλλά στο τέλος αφού το καλοσκέφτηκε είπε:
-Δεν πειράζει,θα μεγαλώσω κι άλλο του χρόνου .
-Μη βιαστείς μόνο..
-Όχι αλλά θέλω πολύ να οδηγώ το αμάξι του μπαμπά μου..
O Οδυσσέας ίσα που πρόλαβε να μου κάνει άλλες τρεις ερωτήσεις για να ικανοποιήσει την περιέργεια του γιατί σε λίγο εμφανίστηκε ένα στρουμπουλό κοριτσάκι ίδιας ηλικίας από το στενό που φώναζε το όνομα του.
-Οδυσσέααα,του είπε και η φωνή και το βλέμμα της είχαν μια μίξη απο νάζι και θυμό,δεν μπορείς να φεύγεις ενώ παίζαμε,μας χάλασες το παιχνίδι!
Ο Οδυσσέας στράφηκε προς το μέρος της για να την ακολουθήσει και της απάντησε..
-Απλώς κουράστηκα να παίζω..
Όταν ο Οδυσσέας έφυγε και έμεινα ξανά μόνη μου,ξαφνιασμένη από τον τρόπο που μιμήθηκε την απάντηση μου ευχήθηκα να αργήσει να γνωρίσει το δικό μου παιχνίδι που σε βάζει η ζωή να παίξεις χωρίς κανόνες και χωρίς restart.
Μην ανησυχείς, θα σου ξανάρθει η όρεξη για παιχνίδι πιο σύντομα από όσο νομίζεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμορφο κείμενο, πολύ σωστοί στοχασμοί.
Ευχαριστώ Χριστινάκι!Ίσως....εξαρτάται από τους κανόνες και τους παίχτες του παιχνιδιού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤους κανόνες τους δημιουργείς εσύ και οι υπόλοιποι παίκτες..... όσο για τους παίκτες, θα βρεις και πολλούς που δεν ξέρουν να παίζουν, αλλά σίγουρα και μερικούς που όχι μόνο είναι καλοί, αλλά και τρελαίνονται να παίζουν μαζί σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή